παράθεμα

παράθεμα
-ατος τό N 3 3-0-0-0-0=3 Ex 38,24(bis)(4.5); 39,9(38,30)
sth put alongside sth, an appendage; neol.
Cf. LE BOULLUEC 1988, 368; LEE, J. 1983, 52; WEVERS 1990, 629

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράθεμα — appendage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… …   Dictionary of Greek

  • παραθέματα — παράθεμα appendage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθέματος — παράθεμα appendage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՊԱՐՈՒՄ — (րումք, կամ րումն, րմունք, մանց.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. παράθεμα additamentum, περισσόν reliquum, residuum եւ σχοινίον funiculus Աւելորդ ծայրք կամ կախուածք վրանի եւ նմանեացն, ստորոտ. ծոպք. եւ Ապաւանդակ. լար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”